- οδοφύλακας
- ο (ΑΜ ὁδοφύλαξ)ο φύλακας τών οδών, των δρόμωνμσν.ληστής που στήνει ενέδρες στους δρόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φύλαξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδοστάτης — ὁδοστάτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας 2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. μεσο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
οδοφυλακώ — ὁδοφυλακῶ, έω (Μ) [οδοφύλαξ] φυλάγω τον δρόμο, είμαι οδοφύλακας … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek